Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἱμάλιον — Ἱμάλιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμάλιος — ἱμάλιος, ον (Α) [ιμαλιά] φρ. «ἱμάλιον μέλος» ιμαίον μέλος … Dictionary of Greek